Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια πλαστική σακούλα: το λίκνο και η αγκαλιά της μάνας μας. Γλιστερή και αδιάβροχη σε διάφορα χρώματα, σκληρή και στητή ή ημιδιαφανής και λεπτή. Οι πάνες μας σακούλες πλαστικές και αυτές. Η σακούλα κουβαλάει τα τιμαλφή και τα απορρίμματα μας, ζει περισσότερο από μας και πεθαίνει κάθε μέρα, αλλά θα ζει και μετά από μας, η πλαστική σακούλα είναι το σπίτι μας το σπίτι των παιδιών μας και των παππούδων μας.
Οι γυναίκες τις μάζευαν από τα σούπερ-μάρκετ, τα μανάβικα, τα μπακάλικα, τη λαϊκή αγορά, τα εμπορικά καταστήματα, ρούχων, παπουτσιών. Η γιαγιά μου τις δίπλωνε «τυροπιττάκια» και τις έχωνε κάτω από τα στρώματα, τα μαξιλάρια, στις καρέκλες, στα πλάγια των ντουλαπιών, στα συρτάρια, μερικές καλές τις έβαζε στην τσάντα της για ώρα ανάγκης.
Οι πλαστικές σακούλες είχαν την δική τους ταξική κοινωνία, οι χοντρές και καλόγουστες από καλά εμπορικά ήταν στην κορυφή, τις κράταγες σε μια ανάγκη για να μεταφέρεις κάτι -σε μια επίσκεψη για παράδειγμα, στη βάση της κλίμακας ήταν αυτές της λαϊκής: ανώνυμες, όχι πολύ μεγάλες, λεπτές. Αυτές του σούπερ-μάρκετ ήταν επίσης χαμηλού στάτους αλλά ήταν πρακτικές για απορρίμματα γιατί ήταν μεγαλύτερες.
Πολλές από αυτές –οι αγαπημένες- πλένονταν και απλώνονταν στην απλώστρα με τα ρούχα για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Στο σούπερ-μάρκετ οι νοικοκυρές πάντα στο τέλος όταν όλα τα ψώνια έμπαιναν στις σακούλες έχωναν στη ζούλα στην τελευταία τσάντα κρυφά και κάπως ενοχικά μερικές καινούριες από τη στοίβα όσες έπιανε το χέρι. Το άνοιγμα της σακούλας στο ταμείο δεν ήταν επίσης απλή υπόθεση, απαιτούσε δεξιοτεχνία και εξάσκηση, που δεν είχαν όλοι. Το άνοιγμα της παρθένας σακούλας για να δεχτεί τα αγαθά δεν ήταν εύκολο, ειδικά όταν οι σακούλες γίναν λεπτότερες και βιοδιασπώμενες, οπότε και οι ταμίες είχαν δίπλα τους έναν υγρό σπόγγο, όπως αυτούς που είχαν τα ταχυδρομεία για τα γραμματόσημα, για την ύγρανση του πλαστικού και την διευκόλυνση του ανοίγματος. Πραγματικά αυτές οι καινούριες ατσαλάκωτες σακούλες που δεν είχαν ακόμα ανοιχθεί και χρησιμοποιηθεί ήταν ένα δώρο ανέλπιστο, μια γενναιόδωρη προσφορά. Παλιότερα που τα σούπερ-μάρκετ ήταν πιο μικρά, οι πωλήτριες ήταν πιο φειδωλές και η γιαγιά μου τις αξιολογούσε βάση της γενναιοδωρίας τους: «Αυτή είναι στρίγγλα, δε δίνει σακούλες!», «Αυτό είναι καλό κορίτσι, μου βάζει διπλές σακούλες!» Οι καινούριες πλαστικές σακούλες ήταν ένα δώρο για τον φτωχό. Κάτι καινούριο γυαλιστερό και χρήσιμο για τον καθένα τσάμπα.
Δεν είναι τυχαίο πως η συσκευασία και ιδιαίτερα η σακούλα έφτασε να είναι για την αγορά τόσο σοβαρό θέμα όσο το προϊόν. Φαντάζομαι τις έρευνες και τους σχεδιασμούς: πως να είναι πιο εργονομική, πιο βολική, πιο πολυτελής, πιο ευφάνταστη, πιο προπαγανδιστική της εταιρίας; Οι άνθρωποι έχουμε μια ασίγαστη όρεξη για πλαστικές σακούλες. Παλιά θυμάμαι είχαν πρόσθετα πιο χοντρά πλαστικά χερούλια προσαρμοσμένα στο πάνω μέρος που ήταν σκληρά και έκοβαν τα χέρια αν τις βαστούσες πολλή ώρα, αργότερα οι σακούλες κατέληξαν να βγαίνουν ενιαίες και με το κατάλληλο κόψιμο να διαμορφώνονται τα χερούλια, υπήρχε βέβαια μεγάλη ποικιλία και εφευρετικότητα στο σχεδιασμό ανεξάρτητα από αυτά τα συνήθη σχέδια.
Εγώ εκνευριζόμουν γιατί από παντού στο σπίτι και ιδιαίτερα στην κουζίνα εξείχαν σακούλες. Η σακούλα ήταν μια από τις πρώτες ύλες της παιδικής μου ηλικίας, η προγιαγιά μου μάζευε προσεκτικά τις καλύτερες τις έκοβε σε λωρίδες και τις έπλεκε χαλάκια για το μπάνιο και την κουζίνα, ωραία, αδιάβροχα. Παλιότερα έκανε αυτές τις κουρελούδες μόνο από υφάσματα αλλά γρήγορα η εφευρετικότητα αξιοποίησε και αυτή την πληθώρα υλικού.
Μικρή πάντα μου άρεσαν οι πλαστικές σακούλες ιδιαίτερα αν είχαν όμορφα έντονα χρώματα με λαμπερά σήματα εταιριών και άμα ήταν από παιδικά προϊόντα ή παιχνίδια με ωραίες ζωγραφιές. Υπήρχαν και αυτές οι διάφανες από τις συσκευασίες προϊόντων που το πρώτο πράγμα που κάναμε είναι να τις παίρνουμε και να τις φοράμε στο κεφάλι σα μάσκες και να τις κρατάμε κλειστές και να τις αχνίζουμε, πράγμα που ήταν πολύ επικίνδυνο μια και η μαμά έτρεχε και μας τις άρπαζε πανικόβλητη χαλώντας όλη την διασκέδαση και για ένα διάστημα τις εξαφάνιζε ώσπου μπήκε προειδοποίηση να τις κρατάνε μακριά από παιδιά και ότι είναι ακατάλληλες για παιδιά και πήρε κάτι χρόνια να καταλάβω γιατί μια αθώα πλαστική σακούλα χωρίς χερούλια είναι ακατάλληλη για μας.
Με τα χρόνια έννοιες όπως η οικολογία και η ανακύκλωση μπήκαν στη ζωή μας, ντοκιμαντέρ με θαλάσσιες χελώνες στο βυθό που πάλευαν να σωθούν από τις πλαστικές σακούλες που τις έπνιγαν σήμαναν τον κώδωνα κινδύνου για το ηδονιστικό πλαστικό καταναλωτικό πάρτι μας. Και μπορεί και τα ζώα όπως τα μικρά παιδιά το πρώτο πράγμα που έκαναν όταν έβλεπαν σακούλα ήταν να μπουν μέσα αλλά εκείνα δεν μπορούσαν να βγουν ή να διαβάσουν την προειδοποίηση. Οι γυναίκες της οικογένειας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον πανικό, μια χαρά είναι οι σακούλες, γερές πρακτικές, να αποθηκεύεις και να ταξινομείς πράγματα, να καλύπτεις και να προστατεύεις να μεταφέρεις και να γεμίζεις, και προπάντων δωρεάν. Δεν καταλαβαίναν και πολλά από την έννοια της «μιας χρήσης», το νοικοκυριό τους ήταν ένα θαύμα επιβίωσης με επαναχρήσεις των πάντων και οι πλαστικές σακούλες ήταν στην κορυφή αυτού του μηχανισμού. Στο σπίτι μου ποτέ δεν πετάχτηκε σακούλα χωρίς να ξαναχρησιμοποιηθεί έστω και μια φορά, χωρίς να εκτιμηθεί το δώρο της προσφοράς της, κάτι θα μετέφερε πριν καταλήξει στα σκουπίδια. Αυτές που αγοράζαν πλαστικές σακούλες απορριμμάτων παλιότερα θεωρούνταν σπάταλες νοικοκυρές, γιατί να αγοράζεις κάτι που σου προσφέρεται δωρεάν και με το σωστό οικιακό λοτζίστικ μπορείς να επαναχρησιμοποιήσεις σε ώρα ανάγκης, οι σακούλες ταξινομούνταν βάση μεγέθους, αξίας και ύφους.
Πριν κάποια χρόνια είχα βρεθεί σε ένα διεθνές συνέδριο ποίησης στην Κωνσταντινούπολη, – όχι σαν ποιήτρια φυσικά, αλλά καλεσμένη από ένα φίλο. Από όλους τους συμμετέχοντες η πιο συμπαθητική (αν και όχι η πιο ταλαντούχα) ήταν η Λούντμιλα από την Ρωσία. Η Λούντμιλα ήταν γύρω στα 50, κάπως ταλαιπωρημένη και όχι τόσο καλοντυμένη. Ακόμα θυμάμαι ότι η μόνη τσάντα που κουβαλούσε πάντα ήταν ένα πλαστικό σακουλάκι που έγραφε κόντακ από κάποιο φωτογραφείο. Εκεί είχε τα ποιήματά της, τις σημειώσεις της, τα λεφτά της, το βιός της. Τη θυμάμαι πόσο παράταιρη έστεκε το βράδυ της επίσημης έναρξης του φεστιβάλ στη μεγάλη σάλα του παλατιού Ντολμά Μπαχτσέ, με τα φθαρμένα ρούχα της και το αδέξιο μακιγιάζ της και κείνο το φθαρμένο κίτρινο πλαστικό σακουλάκι, να το κρατάει με την ίδια στοργή και λεπτότητα με την οποία άλλες κρατούσαν τις λουί βουϊτόν τους.
Η πλαστική σακούλα είναι το αποκούμπι τού φτωχού και η πατρίδα τού πρόσφυγα. Η ασφάλεια τις μικρότερης δυνατής υλικής κτήσης σε έναν κόσμο που τα υλικά αγαθά είναι το παν. Με μια πλαστική σακούλα μεταφέρεις τις αποσκευές σου, προφυλάσσεσαι από την βροχή και την υγρασία, κλείνεις τα κενά στα σπασμένα τζάμια, έχεις κάτι. Τα πρώτα τρίγματα στο άνετο πλαστικό κουκούλι μας ήρθαν από αυτές τις εναλλακτικές χίπισσες με τα υφασμάτινα ταγάρια που δεν θέλαν πλαστικές σακούλες, οι περισσότερες άρτι αφιχθείσες εκ Βερολίνου -μαζί με τα οικολογικά ταγάρια τους. Οι χρήστες πλαστικής σακούλας σιγά σιγά βρήκαν τη θέση τους ως ξεπερασμένη μπανάλ φιγούρα των 80ς μαζί με μια σημαία του ΠΑΣΟΚ κατά προτίμηση. Το πάρτι τελείωσε, κάνε τα ψώνια σου αθόρυβα, μην τα επιδεικνύεις, κράτα χάρτινες ή υφασμάτινες τσάντες. Οι φτωχοί βρέθηκαν οι ένοχοι της δωρεάν απόλαυσης, της κατανάλωσης της άδειας σακούλας, που τουλάχιστον μπορούσαν να κατέχουν. Τώρα ούτε και αυτή.
Η σακούλες, τα σακιά, οι τσάντες, είναι ένα πρωταρχικό σχήμα, είναι η προβολή του σώματός μας, ένας χώρος κενός που περικλείεται και μας δίνει την ευκαιρία να τον κατοικήσουμε, να τον γεμίσουμε με τα αντικείμενά μας. Δεν στεναχωρήθηκα που καταργήθηκε η ασύδοτη δωρεάν διάθεσή τους, στεναχωρήθηκα που κάποιες σε έναν κόσμο που μονίμως σε κάνει να νιώθεις στερημένη ένιωσαν μια μοναξιά παραπάνω, ένα δώρο λιγότερο. Με θύμωσαν όλοι αυτοί που σπεύδουν να δείξουν με το δάκτυλο τον πιο αδύναμο κρίκο της πλαστικής αυτής απόλαυσης, ποιαν άλλη; Την μέση νοικοκυρα.
One thought on “Ωδή στην πλαστική σακούλα”