ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ

Σήμερα το πρωί πέρασα από την τράπεζα για μια δουλειά ρουτίνας που δεν ξεπερνούσε τα δυο λεπτά. Ήταν 8 παρά· η τράπεζα δεν είχε ανοίξει ακόμα, αλλά παρόλα αυτά ήδη μια μικρή ομάδα ηλικιωμένων συνωστιζόταν απ έξω. Προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται, τους ρώτησα αν περιμένουν σειρά να μπουν, κάποιος με ρώτησε αν μπορώ να μπω και να δοκιμάσω να ανοίξω την πόρτα, πήγα να το κάνω αλλά αμέσως μετά κάποιος μου πε πως θα έπρεπε να περιμένω στη σειρά και να μην τους αγνοώ. Ζήτησα συγνώμη και κάθισα στην άκρη, σαστισμένη ενώ ολοένα και περισσότεροι μαζεύονταν. Τους παρατηρούσα: ηλικιωμένοι, σκυθρωποί,  κακοντυμένοι, άσκημοι, ταλαιπωρημένοι … με λίγα λόγια: φτωχοί.  Μια υπάλληλος τους είπε να περιμένουν λίγο και θα ανοίξει, αλλά αυτοί σαν ανυπόμονα παιδιά κάθε τρία δευτερόλεπτα ρωτούσαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα να ζωντανεύει μπροστά μου ένα σκηνικό του Ντίκενς, και, αν οι άνθρωποι δεν φορούσαν κουρέλια, η χαμένη τους τιμή και η κατήφεια τα αναπλήρωναν επάξια.

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε όλοι μέσα στην τράπεζα. Το σκηνικό καφκικό και απόκοσμο: το απρόσωπο του χώρου, η συμπεριφορά των υπαλλήλων, η ταπεινότητα και η δειλία των πελατών  την έκανε να μοιάζει τρομακτική. Οι πελάτες -συνταξιούχοι οι περισσότεροι  που δεν έχουν εξοικειωθεί, και ούτε πρόκειται, με τα μηχανήματα ανάληψης- περίμεναν αμίλητοι και  ζαρωμένοι.

Δεν χρειαζόταν να περιμένω στο ταμείο· ήταν μια δουλειά που γίνεται στα γραφεία γύρω από τα ταμεία. Είχα ήδη σκεφτεί την διαδικασία στο μυαλό μου: δίνω την ταυτότητα στον υπάλληλο, με τσεκάρει στο σύστημα στον υπολογιστή, σηκώνεται πηγαίνει στο φοριαμό στο γράμμα «Σ», τσεκάρει και παίρνει τον φάκελο με το όνομά μου, μου δίνει ένα χαρτί, υπογράφω την παραλαβή, μου δίνει τον φάκελο και την ταυτότητά μου και φεύγω. Δυο λεπτά δουλειά, δυο λεπτά.

Για κακή μου τύχη, και τα δυο γραφεία που πραγματοποιούν αυτή την συναλλαγή εξυπηρετούσαν ήδη δυο άτομα.

Περιμένοντας λίγο πιο πέρα δίπλα στο ένα γραφείο, παρατήρησα την συναλλαγή. Η πελάτης ηλικιωμένη, πάλαι ποτέ όμορφη και ευθυτενής γυναίκα, πολύ ταλαιπωρημένη, γύρω στα 80. Μαλλί μακρύ, αν και αραιό, με υπολείμματα βαφής διαφόρων χρωμάτων, κατά βάση λευκό αλλά καλοχτενισμένο, κατέληγε σε άκρως νεανική αλογοουρά. Μουρμούριζε κλαψουρίζοντας παρακαλεστικά στον υπάλληλο που την κοιτούσε με αποδοκιμασία. «Δώσε μου το χαρτί! Όχι αυτό, το άλλο! τό ‘χασες;» Της μίλαγε στην προστακτική με φανερό εκνευρισμό. «Μα εδώ το χω, που το βαλα, μήπως είναι αυτό;» απαντούσε κλαψουρίζοντας και ξεδιπλώνοντας τσαλακωμένα χαρτιά που της έπεφταν κάτω και τα περιμάζευε με χίλιες δικαιολογίες και απολογητικά λόγια. Τους διέκοψα και ρώτησα αν μπορούσα να εξυπηρετηθώ γιατί βιαζόμουν να προλάβω την δουλειά μου, «δεν θα πάρει πάνω από δυο λεπτά, δυο λεπτά!» είπα. Ο υπάλληλος με κοίταξε με γυάλινο βλέμμα.

Πριν προλάβει αυτός να απαντήσει, η κυρία σαν πληγωμένη λέαινα μου όρμησε λεκτικά: «Είμαι άρρωστος άνθρωπος, έχω την καρδιά μου, δεν μπορώ να περιμένω, είμαι για το νοσοκομείο…» και άλλα πολλά, ο υπάλληλος την έκοψε και μου πε ότι η δουλειά με την κυρία θα πάρει πολλή ώρα και δεν μπορεί να με εξυπηρετήσει, να πάω στο άλλο γραφείο. Αλλά και κει το ίδιο σκηνικό: ο υπάλληλος μου πε ότι η δουλειά του θα έπαιρνε πολλή ώρα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Απευθύνθηκα στον πελάτη ζητώντας του δυο λεπτά και με κοίταξε με παγωμάρα. Αποθαρρυμένη γύρισα στο πρώτο γραφείο και περίμενα, ο υπάλληλος συνέχισε να μιλά απαξιωτικά στην κυρία ψέγοντας την. Φαντάστηκα ότι επρόκειτο για κάποιον δανειακό διακανονισμό. Με πλημμύρισε λύπη και θυμός. Είχαν ήδη περάσει 20 λεπτά και ήμουν έτοιμη να φύγω απογοητευμένη και καταρρακωμένη. Ξαφνικά ο υπάλληλος που εξυπηρετούσε την κυρία σήκωσε το βλέμμα και μου είπε μέσα από τα δόντια: «Μπορείς να πας στο πίσω γραφείο να  εξυπηρετηθείς…». Κοίταξα προς τα κει και του φώναξα κατευθυνόμενη προς το τρίτο γραφείο, «Να μου μιλάτε στον πληθυντικό παρακαλώ!». Αυτός γρήγορα το διόρθωσε λέγοντας «Μπορείτε». Σε μια στιγμή με πήρε ένας θυμός και ένας καημός για τον άνδρα υπάλληλο, για το σύστημα, τις τράπεζες, τις φτωχές γυναίκες και τους χαζούς ανθρώπους, και το μόνο που μπορούσα να πω ήταν «Να μου μιλάτε στον πληθυντικό παρακαλώ!».

Πήγα στην άλλη υπάλληλο, της δίνω την ταυτότητά μου, με τσεκάρει στο σύστημα στον υπολογιστή, σηκώνεται πηγαίνει στο φοριαμό στο γράμμα «Σ» τσεκάρει και παίρνει τον φάκελο με το όνομα μου, μου δίνει ένα χαρτί υπογράφω την παραλαβή, μου δίνει τον φάκελο και την ταυτότητα μου και φεύγω. Δυο λεπτά δουλειά.

hqdefault (1)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s