ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ – ΔΙΑΚΟΠΕΣ – ΦΩΤΙΕΣ

Οι γονείς μου –που μεγάλωσαν σε αστικές λαϊκές γειτονιές της πόλης- είχαν πολύ συγκεκριμένους στόχους: να φτιάξουν μια ευτυχισμένη οικογένεια, σε ένα ασφαλές σπίτι. Πέτυχαν και στα δυο.  Σύντομα, παρόλο που πλούσιοι δεν έγιναν ποτέ, κατάφεραν με πολύ κόπο και οικονομίες να φτιάξουν και ένα εξοχικό. Για την γενιά τους, στα μέσα της δεκαετίας του 80, το εξοχικό ήταν το επιστέγασμα και η ολοκλήρωση μιας ευτυχισμένης οικογενειακής μικροαστικής ζωής. Τα οικόπεδα σε παραλιακά και μη θέρετρα πέριξ της Αττικής που πωλούνταν σαν ξερολούκουμα στις δεκαετίες του 60 και του 70, το 80 άρχισαν να γεννούν σαν μανιτάρια αυθαίρετα χτίσματα. Η διαδικασία απλή: έβρισκες τον τοπικό εργολάβο της περιοχής -συνήθως ένας έμπειρος χτίστης που λάδωνε τις τοπικές αρχές- νύχτα έριχνε τα πρώτα μπετά και σε ακόμα δυο τρεις βραδιές είχε χτίσει το σπίτι. Το σχέδιο, η κατασκευή, όλα δικής του επιμέλειας. Προσοχή: δεν υπήρχε περιθώριο επιλογών άλλου κατασκευαστή ή συμμετοχή μηχανικού κλπ., αυτά ήταν για την εντός σχεδίου δόμηση, γιατί η εκτός σχεδίου και νόμιμή κόστιζε πολλά, ήθελε οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων, άδεια κλπ. Αν για το αυθαίρετό σου τολμούσες να φέρεις κατασκευαστή δικό σου από την πρωτεύουσα το κάρφωμα στις αρχές ήταν βέβαιο.

Τι κι αν οι μεσίτες πουλούσαν οικόπεδα τριακοσίων τετραγωνικών μέτρων, ο νόμος τα θεωρούσε μη άρτια. Το 75 οι γονείς μου τα αγοράσαν με την προοπτική να μπει στο σχέδιο δόμησης στο κοντινό μέλλον, αλλά μέχρι το 81 αυτό δεν είχε συμβεί. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν τα λυόμενα. Τα λυόμενα ήταν  προκατασκευασμένα σπίτια από ελενίτ που στήνονταν σε μια βραδιά, έτοιμα σπίτια, χαριτωμένα, με πόρτες, κουφώματα, ραμποτέ ξύλινες επενδύσεις, εσωτερικό με ενιαία κουζίνα, με πάσο και ντουλάπια, μπάνιο, όλα σε μια μέρα έτοιμα. Το μόνο που είχε να κάνει ο ιδιοκτήτης ήταν να φτιάξει μια τσιμεντένια πλατφόρμα η οποία του παρείχε στέρεη βάση, ύψος, μπαλκόνια και ίσως μια υπόγεια αποθήκη. Τι κι αν το ελενίτ περιείχε καρκινογόνο αμίαντο και οι τοίχοι μηδενική μόνωση, καιγόσουν το καλοκαίρι και πάγωνες τον χειμώνα, τι και αν τα υλικά ήταν πολύ εύφλεκτα με υψηλό κίνδυνο να γίνει παρανάλωμα μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή, ήταν σπίτι, τέλος.

Έτσι αποκτήσαμε και εμείς το πρώτο αυθαίρετο λυόμενο εξοχικό μας, ή μάλλον την πρώτη λυόμενη εκδοχή του εξοχικού μας. Το μέρος; παράδεισος, σε έναν πευκόφυτο απαλό λόφο με θέα τον κάμπο και την θάλασσα και ακόμα και την απέναντι ακτή της στερεάς Ελλάδας, μόλις 2,5 χιλιόμετρα από την παραλία. Το σπίτι κοίταζε την δύση – αγαπημένη μου θέα, τα καλοκαιρινά σούρουπα απολαμβάνεις το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα. Σιγά σιγά με μόχθο και αγώνα το άχαρο λυόμενο απέκτησε επένδυση από τούβλο με «πεταχτό» σουβά, ξύλινη πέργκολα, κάγκελα περιμετρικά της βεράντας … έγινε χαριτωμένο σπίτι.

Εκεί έζησα τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Το σπίτι για μας τα παιδιά ήταν η αφετηρία για τις ατελείωτες εξερευνήσεις στη φύση, το δάσος, την παραλία. Παιδιά της πόλης καθώς είμασταν, η εξοχή ήταν ένας κόσμος θαυμάτων, τα ξέφωτα, οι πλαγιές και οι ρεματιές, τα χόρτα, οι ελιές, τα ατελείωτα έντομα, οι ήχοι, της μέρας μα πιο πολύ της νύχτας, ο έναστρος ουρανός, οι παιδικές συμμορίες της παραθεριστικής γειτονιάς που το καλοκαίρι θεριεύαν και γίνονταν ένας λόχος σκονισμένων, ηλιοκαμένων ανέμελων παιδιών και εφήβων ανάκατα.

Τα πρώτα χρόνια νερό δεν είχαμε· παίρναμε από την πηγή του ελεήμονα πλούσιου γείτονα που είχε κάνει γεώτρηση, είχε πολλά στρέμματα μέσα στο δάσος, βίλα και ιδιωτική εκκλησία, το κουβαλούσαμε με μπιτόνια, αργότερα βάλαμε και δυο ντεπόζιτα με νερό για την λάτρα που τα γέμιζε βυτιοφόρο. Ούτε ρεύμα είχαμε, οι γονείς μου που τα είχαν ζήσει αυτά στα παιδικά τους χρόνια ξέρανε να βρούνε λύσεις, φέρανε ένα παλιό ψυγείο πάγου, τσίγκινα βρυσάκια, λάμπες λουξ. Φαντάζομαι γι’ αυτούς όσο και αν γκρινιάζανε καμιά φορά,  ήταν συναρπαστικό να φτιάχνουν τον πολιτισμό, να τον στήνουν σιγά σιγά με λίγα μέσα και πολύ αγώνα. Σιγά σιγά και εταιρία ύδρευσης έφτιαξε ένας ντόπιος και ρεύμα αποκτήσαμε και νομιμοποίηση, τηλέφωνο και όλα τα αγαθά.

Ο κήπος ήτανε άγριος, γεμάτος πεύκα και δυο κακόμοιρες ελιές από την εποχή που ήταν ακόμη άδειο οικόπεδο. Τα φροντίζαμε τα πεύκα μας στην αρχή, τα ποτίζαμε τους σκάβαμε λάκκους να κρατάνε το νερό, τα κλαδεύαμε να πάρουν ύψος, ασβεστώναμε τους κορμούς αλλά σιγά σιγά η διάθεση άλλαξε, η ασυλία των πεύκων έληξε. Οι πευκοβελόνες έκαναν στρώματα που γέμιζαν τη βεράντα όπου καθόσουν, και η μάνα μου γκρίνιαζε ότι έπρεπε να σκουπίζει κάθε τόσο γιατί οι πευκοβελόνες κουβαλούσαν και χώμα και διάφορα ζούδια, το ρετσίνι όπου έσταζε κολλούσε και λέρωνε τζάμια, έπιπλα, ρούχα, οι ρίζες έσπαγαν τα τσιμέντα, και το κυριότερο τίποτα δεν μπορούσε να φυτρώσει στην επικράτεια των πεύκων. Αρχικά αποφασίστηκε να ξεριζώνουμε τα μικρά αυτά που μόλις είχαν ξεπεταχτεί, αργότερα και μεγαλύτερα, στο τέλος μείναμε με ένα στην αυλή και αυτό αποψιλωμένο, πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, κερασιές, βερικοκιές, ροδακινιές, δαμασκηνιές και επίσης τριανταφυλλιές και άλλα λουλούδια γέμισαν τον κήπο. Αλλά και αυτά θέλανε πολύ κόπο για να «πιάσουν» -καθώς λένε- και πολλά κυβικά μέτρα χώματος γόνιμου, που έφερε ένα φορτηγό για να εμπλουτίσει το ντόπιο έδαφος –εύφορο μόνο για πεύκα και θυμάρι.

Παρόλο που τα θυσιάσαμε, τα αγαπούσαμε τα πεύκα. Στην σκιά και την δροσιά τους περάσαμε καλοκαιρινά μεσημέρια, σιέστες υπό τον ήχο τζιτζικιών με το απαλό τους θρόισμα, από τις βελόνες τους φτιάχναμε αλυσίδες και κολιέδες, μαδούσα τους κορμούς τους, μου άρεσε να ξεκολλάω τον σκασμένο εξωτερικό φλοιό που από την μέσα πλευρά έκρυβε μια καφεκόκκινη βελούδινη επιφάνεια, που μου άρεσε να την σκαλίζω και να φτιάχνω μικροσκοπικά βαρκάκια που επέπλεαν στη θάλασσα, τα κουκουνάρια ήταν πρώτη ύλη για μια σειρά κατά κύριο λόγο κακόγουστων διακοσμητικών που μαζί με βαζάκια με άμμο και κοχύλια είναι εικόνες οικείες της παιδικής ηλικίας πολλών.

Και εμείς τα παιδιά με τη σειρά μας φτιάχναμε σπιτάκια, μιμούμενοι τους μεγάλους. Πάνω στις ελιές δεντρόσπιτα, κάτω από τα πεύκα καλύβες, μέσα στους κήπους με περισσευούμενα οικοδομικά υλικά και λάσπη, κάποιες φορές με κλαδιά από τις ελιές και τις πετσέτες της θάλασσας ινδιάνικες καλύβες.

Ζούσαμε στη φύση· στο σπίτι πηγαίναμε να βάλουμε το μαγιό μας, να φάμε, να πλυθούμε, να κοιμηθούμε. Τα βράδια κατάκοποι γέρναμε δίπλα στον μπαμπά που μας εξηγούσε τα αστέρια και το διάστημα στον κατάστικτο ουρανό τις αστροφεγγιές –πόσα ήταν αλήθεια και πόσα δικές του σάλτσες δεν ξέρω να πω-, ή όταν είχε φεγγάρι το  παρατηρούσαμε μήπως δούμε καμιά κίνηση στην επιφάνεια του με όλη την παιδική μας αφέλεια, την νύχτα σκάγαν μύτη τα σαμιαμίδια στους τοίχους που δεν τα σκοτώναμε γιατί είναι η τύχη του σπιτιού, και γύρω από την λάμπα στήνανε χορό σκόροι, κουνούπια, και άλλα άγνωστα έντομα με διάφανα φτερά, πιο πέρα στο πυκνό σκοτάδι η ακοή οξυνόταν και άκουγες τους γρύλλους, τα τριζόνια και τους βατράχους από τους νερόλακκους του κήπου, και με όλα αυτά σιγά σιγά αποκοιμιόσουν.

Και μετά ήρθε η φωτιά …

Πρέπει να τέλειωνα το δημοτικό την χρονιά του γιουρομπάσκετ, αμυδρά θυμάμαι εκείνο το σαββατοκύριακο του Ιουλίου γεμάτο μοναξιά και θλίψη. Όταν μάθανε για την φωτιά οι γονείς μου αποφάσισαν να πάνε να δούνε τι γίνεται, για κάποιο τυχαίο λόγο από όλες μας τις αδελφές πήραν εμένα μαζί τους. Δεν ξέρω γιατί σώνει και ντε θέλαν ένα παιδί μαζί τους· πιο πολύ βάρος θα τους ήμουν. Νομίζω το έκαναν από ανάγκη να ‘χουν κάποιον να μετριάζει την απελπισία τους.

Ο ουρανός ήταν μαύρος και όλα έρημα· τα σπίτια κλειδαμπαρωμένα. Ούτε και ξέρω γιατί οι γονείς μου σηκωθήκαν άρον άρον να πάνε εκεί, ούτε και είχαμε τίποτα να σώσουμε. Θυμάμαι την μάνα μου να γυρίζει στο σπίτι να μαζεύει σεντόνια και κουβέρτες, ο πατέρας μου να κλαδεύει τα πεύκα και να ποτίζει γύρω γύρω το σπίτι, δεν μιλούσαν πολύ ούτε και γω είχα να πω τίποτα. Όλα ήταν βουβά και ήσυχα να περιμένουν την επικείμενη καταστροφή. Τα έντομα όλα είχαν εξαφανιστεί, μόνο ένα παράξενο μαύρο σκαθάρι είχε κατακλύσει τα πάντα, ένα σκαθάρι που όταν το ζούλαγες ήταν ξερό σαν από στάχτη, αλλά ήταν άπειρα ανέβαιναν παντού και μας περικύκλωναν, κανένας δεν ήξερε από πού ήρθαν –μια υπόθεση είναι ότι ζούσαν στους φλοιούς ή στις ρίζες των πεύκων, και με την ζέστη της φωτιάς βγήκαν στην επιφάνεια.  Τα ξαναθυμήθηκα όταν χρόνια αργότερα είδα την ταινία «Νοσφεράτου» του Χέρτσογκ όταν χιλιάδες ποντίκια βγαίνουν από το πλοίο και κυριεύουν την έρημη μουντή και σιωπηλή πόλη, ή όταν την περασμένη άνοιξη σε ένα βραδινό περίπατο στο πάρκο του Σανζ Ελιζέ στο Παρίσι δεκάδες ποντίκια ξεχύνονταν ανάμεσα στα πόδια μας –ήταν από τον Σηκουάνα που είχε πλημμυρίσει λίγο καιρό πριν εξαναγκάζοντας τα τρωκτικά από τις όχθες του να βγουν στην πόλη … αναγκαστικές μεταναστεύσεις πληθυσμών.

Είναι μια ανάμνηση αυτά τα έντομα που στο παιδικό μυαλό μου είχε πάρει τερατώδεις διαστάσεις και κανείς από την οικογένειά μου δεν τα θυμάται. Ο μαύρος ουρανός, η μυρωδιά του καμένου και η στάχτη που πλημμύριζε τα πάντα, ο αέρας που κάθε τρεις και λίγο ελέγχαμε προς τα πού φυσάει γλείφοντας το δάχτυλο και εκθέτοντάς το στον αέρα για να δούμε από ποια κατεύθυνση θα στεγνώσει, έρμαια της φύσης ανίκανοι να προστατεύσουμε αυτό το μικρό πολιτισμό που είχαμε καλλιεργήσει με τόσο κόπο και που κινδύνευε να αφανιστεί εν ριπή οφθαλμού.

Σε μια προσπάθεια να με διασκεδάσουν οι γονείς μου και να τηρήσουμε μια φυσιολογικότητα πήγαμε στην παραλία για μπάνιο. Ο κόσμος λιγοστός, ανήσυχος, η θάλασσα ζεστή και θολή, σκούρα, γεμάτη αποκαΐδια που έφερνε ο αέρας, κανείς δεν κοίταζε τον ορίζοντα, το σημείο που σμίγουν ουρανός και θάλασσα, όλοι είχαν στραφεί στο βουνό να κοιτάνε το μέτωπο της πυρκαγιάς και συχνά πυκνά να ακολουθούνε την πορεία των αεροπλάνων που διέγραφαν όλη την τροχιά και βούταγαν πέρα από την παραλία στον ορίζοντα της θάλασσας για να γεμίσουν νερό. Ένας άχθος και αυτό το μπάνιο.

Την Κυριακή το απόγευμα και αφού η φωτιά είχε διασχίσει ένα βουνό και μια χαράδρα και ξανανέβηκε ένα βουνό και έχοντας φτάσει ένα χιλιόμετρο από το σπίτι, και ενώ ο αέρας άλλαζε συνεχώς απόφαση προς τα πού θα φυσήξει με βαριά καρδιά πήραμε το δρόμο του γυρισμού, ήμουν θυμάμαι στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου γεμάτο επουσιώδη πράγματα, μαξιλάρια, κουβέρτες, βάζα, κάδρα και αγκαλιά με μια μικρή αρχαία ασπρόμαυρη τηλεόραση. «Μαμά θα καεί το σπίτι μας;», «Δεν ξέρω παιδί μου, αλλά και αν καεί δεν πειράζει, εμείς να ‘μαστε καλά, θα φτιάξουμε άλλο.»

 

Το δάσος όμως δεν ξαναφτιάχνεται. Ξαναφτιάχνεται θα πει κανείς, αλλά βάλτε στη θέση της λέξης δάσος τη λέξη άνθρωπος και τότε καταλαβαίνετε ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι, σε αντίθεση με όλα τα πράγματα που είναι πλήρως επουσιώδη, η φύση, τα ζώα και ο άνθρωπος είναι εξίσου αντικαταστατά όσο και αναντικατάστατα, χωρίς να υπερτερεί ή να μειονεκτεί κάποιο έναντι των άλλων. Τότε το μακρινό 1987 ήταν εξαιρετική ατυχία να χάσεις το σπίτι σου από φωτιά και σχεδόν αδύνατον να χάσεις τη ζωή σου, κάποιοι στεναχωριόντουσαν για τα δάση και κάποιοι όχι, τα ζώα και τα πουλιά ούτε τα ανέφερε κανείς εκτός κι αν ήταν καμιά στάνη με κάνα κοπάδι.

Το επόμενο καλοκαίρι δεν ήταν τόσο δροσερό όσο πριν. Τα βράδια τα προηγούμενα καλοκαίρια η δροσιά που κατέβαινε απ’ το βουνό σ’ έκανε να νιώθεις ότι υπήρχε ένα σκοτεινός, ζωντανός, απρόβλεπτος, άγνωστος, ανεξερεύνητος κόσμος πίσω σου, ότι δεν ήσουν μόνος. Αυτό το ασφαλές άγνωστο, γεμάτο ζωή και ιστορίες δεν υπήρχε πια.

Το δάσος, παρόλη την καταστροφή και τις καταπατήσεις που γίναν αμέσως μετά την φωτιά –πρώτα φύτευαν ελαιόδεντρα και μετά από ένα δυο χρόνια κόβαν οικόπεδα-, σε 10 χρόνια ξανάγινε. Για να ξανακαεί, να ξαναγίνει και να ξανακαταπατηθεί –και ούτε και ξέρω πια πόσες φορές …

Σήμερα οι φωτιές δεν καίνε μόνο τα μακρινά άγνωστα δάση με τα πουλιά και τα ζώα τους,  αλλά και τα κοντινά οικεία σπίτια, και έφτασε να καίει και μας τους ανθρώπους, που ναι και εμείς μέρος της φύσης είμαστε και τόσο εύφλεκτοι όσο το τελευταίο μυρμηγκάκι.

IMG_0853

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s