Τα δάκρυα της Εμινέ

Είπα να γράψω κάτι για τις γυναίκες τις Ιστάνμπουλ με αφορμή τα γεγονότα στο Γκεζί παρκ που μας πλημμύρισαν με ένα καταιγισμό φωτογραφιών υπέροχων αμαζόνων κάθε ηλικίας. Γυναικεία επιθυμητά κορμιά γεμάτα ενέργεια, αποφασιστικότητα και χιούμορ, προς τέρψη των ηδονοβλεπτικών βλεμμάτων μας. Κορμιά που βγαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο κλείνοντας το μάτι, αλλά και γράφοντας τη συνέχεια της ζωής όλων αυτών των ακίνητων οδαλίσκων που ο οριενταλισμός του 18ου αιώνα μας κληρονόμησε.
Εκείνες οι Σεχραζάτ, οι Ζαΐρες και οι Γκιούλμπαχάρ που με βαρεμάρα και ηδυπάθεια άραζαν σε μαξιλάρια πίσω από καφασωτά, ξαφνικά ανοίγουν την πόρτα, βγαίνουν στο δρόμο και πολεμάνε ανεμίζοντας τα λυτά μαλλιά τους ή αφήνοντας τις μαντίλες τους λυμένες. Στην πραγματικότητα πάντα έτσι ήταν. Η δυτική ματιά τις έχει φυλακίσει για χρόνια σε μια περιοχή αφασίας, παγιωμένες στη σκλαβιά του Ισλάμ και όλων των προκαταλήψεων που η αποικιοκρατία κληροδότησε. Με την δικαιολογία ότι ζουν σε ένα «χρυσό κλουβί» χαιρέκακα η δύση χρύσωνε το χάπι στις αντίστοιχες δυτικές δεσποσύνες που ήταν ανεπίτρεπτο να χυθούν τεμπέλικα στον καναπέ, αλλά ήταν υποχρεωμένες να ασφυκτιούν μέσα σε κορσέδες και κρινολίνα. Δεν λέω πως δεν υπάρχει ανισότητα στο σύστημά τους, μόνο που η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από όσο σχηματικά περιγράφεται στο δυτικό κόσμο. Υπάρχει μια δυναμική που καμιά γυναίκα της δύσης – σκλαβωμένη στα δικά της δεσμά των προτύπων ομορφιάς και καταξίωσης της αγοράς- δεν αναπτύσσει πλέον.
Σε ένα αμφιθέατρο γνωστού πανεπιστημίου της Πόλης θυμάμαι την πανέμορφη μαντιλοφορούσα Zeynep να στρίβει με καμάρι το μονόπετρό της στο δάχτυλο, να μιλάει για το σεξ και να ισιώνει δήθεν τυχαία το μαντίλι της κάθε φορά που μια μπούκλα έκανε να ξεφύγει, θυμάμαι το μικροσκοπικό γοργό και λυγερό της σώμα. Η Zeynep κορόιδευε με την ύπαρξή της την δυτική μου χειραφέτηση, με καλούσε σε έναν κόσμο γυναικών μακριά από την εποπτεία των ανδρών, σ’ έναν κόσμο άπειρης κρυφής ελευθερίας.
Οι γυναίκες τις δύσης μεγαλώσαμε μαζί με τους άνδρες, τους πατέρες, τους αδελφούς, τους παππούδες, συμμαθητές, συντρόφους· μήπως αυτό μας έκανε πιο ελεύθερες; όχι απαραίτητα: η εποπτεία συνεχής και αδιάκοπη. Ποια μπορεί να πει πως δεν αντιμετώπισε ποτέ διακρίσεις φύλου στην οικογένεια, την εργασία, το κοινωνικό περιβάλλον; σημειώνω εδώ πως η γράφουσα αποτελεί μάλλον ένα ευνοημένο δείγμα.
Δεν επιχειρώ να εξυμνήσω καμιά ιδεαλιστική ανατολίτικη ελευθερία, αλλά να πω ότι και οι γυναίκες στην ανατολή δεν ζουν μια διαρκή δυστυχία, ότι αγωνίζονται και πολεμούν και αυτές την διάκριση στην καθημερινότητά τους, ακριβώς όπως η κάθε γυναίκα της δύσης. Διαφορετικό σύστημα, διαφορετικές διακρίσεις, διαφορετικά προβλήματα, πολλά από αυτά απόρροια της αποικιοκρατίας που μπόλιασε τα συστήματά τους με πουριτανική ηθική. Στις role play κοινωνίες δεν υπάρχει ηθική, ο εκάστοτε ρόλος προκαθορίζει τη συμπεριφορά, οι αυτόβουλες επιλογές που ενδεχομένως προκύπτουν είναι ως επί το πλείστον λειτουργικές. Μια πλούσια λαϊκή παράδοση μύθων και παραβολών υποδεικνύει τη λύση σε τέτοιου είδους διλήμματα.
Και ο ρόλος βέβαια, ειδικά όταν έρχεται σε σύγκρουση με τις διδαχές των δυτικών πανεπιστημίων, γραμμένες πάνω στα πρότυπα και τις ανάγκες ενός εξατομικευμένου συστήματος, ξαφνικά γίνεται ασφυκτικός, καταπιεστικός. Η παγκοσμιοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα, η γρήγορη μεταφορά της πληροφορίας διατάραξε διαφορετικά συστήματα που η χαμηλή ανάπτυξη της τεχνολογίας έτσι κι αλλιώς τα καθιστά υποδεέστερα. Αυτή η εκρηκτική κοινωνική σύγκρουση που συντελείται δημιουργεί φαινόμενα όπως αγεφύρωτα χάσματα ή αδιέξοδες καταστάσεις που λύνονται μόνο με το θάνατο.
Η Ayse ζει στην Ιστάνμπουλ, δε μιλάει με την οικογένειά της· από χρόνια έχουν αλληλο-λησμονηθεί, τους άφησε μακριά σε μια επαρχία με αφορμή της σπουδές της στην πόλη, έκοψε κάθε σκοινί που την έδενε με τον ασφυκτικό κεμαλικό μικροαστισμό της οικογένειάς της. Ως σύγχρονη Τουρκάλα αστή δεν έχει γιορτές και σχόλες, δεν έχει οικογένεια, παραδόσεις και ήθη. Το χάσμα δεν θα γεφυρωθεί ποτέ. Ζει στην αυτάρκη μοναξιά της, δημιουργεί κάθε μέρα τον εαυτό της με τους φίλους και συντρόφους της. Ζει μια πικρή ελευθερία· υιοθτεί άθελά της έναν καινούριο ρόλο, ένα νέο κουστούμι, πιο άνετο μεν αλλά παρόλα αυτά απαγορευτικό, αποκομμένη όχι μόνο από ό,τι μισεί αλλά και από ό,τι αγαπά. Ένας συμβολικός θάνατος έχει συντελεστεί.
Αλλού ο θάνατος είναι κυριολεκτικός. Η Aynur δεν ήθελε να παντρευτεί τον άνδρα που ο πατέρας της διάλεξε ή ήθελε να χωρίσει τον άνδρα που ο πατέρας της διάλεξε γιατί δεν τον διάλεξε ή δεν τον αγαπούσε ή δεν τις φερόταν καλά ή την κακοποιούσε, ήθελε να ζήσει σαν την Gümüş ή την Fatmagül ή την Sıla ή δεν έχει σημασία σαν ποια, σαν όλες τις τηλεοπτικές ηρωίδες που ποθοπλάνταχτες και κλαμένες στο τέλος βρίσκουν την λύτρωση στην αγκαλιά ενός ιππότη πλούσιου και αβρού. Δεν θέλει να παίξει το ρόλο της, θέλει να σχεδιάσει εκείνη τη ζωή της –θέλει και επιθυμεί να ορίσει τον εαυτό της. Ακόμα και η πιο αθώα επιθυμία της Aynur καθίσταται ζωτική απειλή για την οικογένεια, τη φατρία, τη φυλή, οι μηχανισμοί τιμωρίας και αποβολής μπαίνουν άμεσα σε εφαρμογή, τα οικογενειακά συμβούλια συγκροτούνται για να αποφασίσουν ό,τι ήδη έχει προδιαγραφεί από την στιγμή που τα μάτια της πρώτη φορά γυάλισαν από λαχτάρα για κάτι που δεν ταίριαζε στο ρόλο της. Ο μικρότερος αρσενικός της οικογένειας αναλαμβάνει το ρόλο του εκτελεστή, οι ανήλικοι καταδικάζονται σε λιγότερα χρόνια, στη δίκη δεν υπάρχει κανείς να υπερασπιστεί το θύμα, να υποδείξει έναν ηθικό αυτουργό· η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη και όλη η οικογένεια στέκει στο πλευρό του θύτη. Δεν είναι πως δεν την αγαπούσαν την Aynur, στα σίγουρα για χρόνια θα την κλαίνε, αλλά ο ρόλος του πατέρα, του αδελφού, της κόρης, της μάνας, της συζύγου είναι πιο πάνω από κάθε προσωπικό συναίσθημα. Κάποιος πρέπει να πει και για τους άντρες, για το δικό τους αδιέξοδο, για την δική τους τραγική μοίρα να σκοτώσουν τις αγαπημένες μητέρες, αδελφές, συζύγους, ξαδέλφες. Μήπως και αυτοί είναι λιγότερο άμοιροι των επιλογών τους; Σε κοινότητες που μαστίζονται από άγνοια, φτώχια, πολέμους και ταυτόχρονα από χωρίς όρια εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, ο κάθε Onur, Mustafa ή Murat δεν μπορεί να κοιτάξει την γυναίκα του στα μάτια, να μοιραστεί μαζί της την απόγνωσή του, να δείξει στα παιδιά του ότι είναι τρωτός και αυτός, δεν συνάδει με τον ρόλο.
Στην εξέγερση στο Γκεζί παρκ οι γυναίκες πρόταξαν τα στήθη τους. Ναι, τα ωραία στρογγυλά τους στήθη, τις καμπύλες τους, τα πόδια τους. Δήλωσαν «παρών» ωραίες, μοιραίες, δυνατές. Μπροστά στην μάτσο αρσενική δύναμη της καταστολής των αστυνομικών απάντησαν κλείνοντας πονηρά το μάτι, σαν αυτές που είναι, αντί να ζαρώσουν στην γωνιά φοβισμένες. Το να λες «είμαι γυναίκα, είμαι όμορφη, ερωτική και το δείχνω», είναι δήλωση στην Τουρκία. Στην απειλή του βιασμού, στην έκφραση της απωθημένης ερωτικής επιθυμίας της εξουσίας με συμβολικές εκσπερματώσεις νερού και χημικών, γέλασαν άγρια. «Δεν μπορείς να μ’έχεις με το ζόρι!» Όπως στα τούρκικα μελό τού 60 η ηρωίδα κλαίγοντας λέει στο βιαστή της «μπορείς να πάρεις το κορμί μου αλλά ποτέ την ψυχή μου». Οι γυναίκες της πόλης βγήκαν στο δρόμο γελώντας και προσπερνώντας την πρώτη κυρία Ερντογάν που φιλοδοξεί να αποτελέσει πρότυπο γυναίκας του Ισλαμικού κόσμου, μιλώντας με όρους όπως «παθητική δικαιοσύνη» (;). Σαν μια Τζάκι της Ανατολής, η Εμινέ με την σεμνή πανάκριβη μουσουλμανική αμφίεσή της, όμορφη, στωική, αληθινή σύντροφος και μητέρα-στήριγμα για την οικογένειά της και τον ηγέτη σύζυγό της, συχνά λύνεται στα δάκρυα για να αφήσει να φανεέ η ευαίσθητη φύση της!

20130916-202652.jpg

Η Τουρκάν Σοράϊ με τον Καντίρ Ινανίρ στην ταινία ορόσημο: “σελβί μποϊλουμ, Αλ γιαζμαλιμ”

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s